Μια κατά παραγγελία εξέγερση της τύχης που ατύχησε
Ο «πυροκροτητής για την επανεκκίνηση της αναρχικής εξέγερσης», μιας εξέγερσης με- όπως φαίνεται- προκαθορισμένο τίτλο ιδιοκτησίας, βράχηκε στην τοπική «εξαρχειώτικη καταιγίδα», πνίγηκε στην ασφυκτική αντίληψη του θεάματος της μιας βραδιάς, που τάχα διαρκεί για πάντα, της μιας ριξιάς που δήθεν θα ραγίσει τη τζαμαρία του συστήματος, θωρακίζοντάς την εκ νέου με πιο σκληρό υλικό.
Το γενικευμένο εξεγερσιακό σάλπισμα των κατά φαντασία στρατηγών δεν εισακούστηκε, παρά τη σαφή «εντολή»προς τον «ανθό της κοινωνίας». Να πρόκειται άραγε για άλλο ένα δείγμα μιας κοινωνίας που κοιμάται;
Ή μήπως φταίει τελικά ότι η ιστορία δεν είναι μυθιστόρημα που γράφεται από επαναστατημένους συγγραφείς για να το ακολουθήσουν πρόθυμοι αναγνώστες;
Αφού θέλει ατομική και συλλογική προσπάθεια για να κατανοηθούν οι συνθήκες και να τεθούν προς όφελος των καταπιεσμένων. Δεν είναι σπορά της τύχης, της «τυχαιότητας» μερικών γεγονότων, αποτέλεσμα μιας «κακιάς» στιγμής.
Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το βράδυ του Σαββάτου στις 6/12/2008, δεν ήταν μια στιγμή. Ήταν ένας «προαναγγελθείς θάνατος» μιας κατά συρροή εγκληματικής πολιτικής του συστήματος. Μια κορύφωση της σύγκρουσης όχι ανάμεσα σε«ιδιότροπους» μπάτσους και αναρχικούς, αλλά ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον κόσμο της εργασίας και της ανέχειας από την μία και τον κόσμο του κεφαλαίου, που πλούτου και του ιμπεριαλισμού από την άλλη. Γι’ αυτό και προκάλεσε ό,τι προκάλεσε ο τότε Δεκέμβρης. Κι ας πάσχιζε το σύστημα να αποδείξει ό,τι πρόκειται για «εξέγερση Βορείων προαστίων».
Στο αντίποδα αυτής της πραγματικότητας που δείχνει η ζωή στέκονται τώρα δυο αντιλήψεις, που ενώ ισχυρίζονται ότι «κονταροχτυπιούνται» στην πραγματικότητα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία: την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του λαού και της νεολαίας, στην ικανότητά τους να απελευθερωθούν. Γι’ αυτό και η αίσθηση της ανυπέρβλητης υπεροπλίας του εχθρού σε όλα τα επίπεδα που χαρακτηρίζει τις δυο αυτές τάσεις. Η μία κυνηγάει τις εξεγερσιακές στιγμές (τυχαίες ή σε συνεννόηση κλειστών αναρχικών αδελφοτήτων). Η άλλη μεταθέτει διαρκώς τις εξεργεσιακές στιγμές στις καλένδες για λόγους «συνέπειας». Πόσο πραγματικά επικίνδυνη είναι για το σύστημα η ατέρμονη αυτοαναφορική επαναστατική ρητορεία του «εδώ και τώρα» ή του «κάποτε, δηλαδή ποτέ»;
Όμως όλα αυτά ξεπερνιούνται!
Ξεπερνιέται η δυνατότητα και ικανότητα κατανόησης του καταπιεστικού-εκμεταλλευτικούς συστήματος, η δυνατότητα και ικανότητα ανατροπής του, η δυνατότητα και ικανότητα οικοδόμησης μιας κοινωνίας με κέντρο τον άνθρωπο και με πρωταγωνιστή τους ίδιους τους ανθρώπους για να…«επαναφέρουμε το βάρος της κουβέντας στο σημείο μηδέν, στο σημείο όπου η πέτρα φεύγει από το χέρι μας για να καταλήξει στο κεφάλι ενός μπάτσου». Σε μια πρωτόγονη και ενστικτώδη αντιπαράθεση όπου μια πέτρα θα φεύγει χωρίς νου, χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς τα διδάγματα των ταξικών αγώνων, χωρίς καμία ανώτερη ιδεολογική και πολιτική οργάνωση που χρειάζεται και που σήμερα κατέχει ο αντίπαλος, δίνοντάς του την ικανότητα να κυριαρχεί.
Κι όμως, για να μη ζούμε όλοι στην ίδια βαρβαρότητα και… ο καθένας στην δική του, αυτό που χρειάζεται «επανεκκίνηση» δεν είναι η «πέτρα που φεύγει» αλλά η συνειδητή ταξική πάλη και οργάνωση για την ανατροπή της πολιτικής του συστήματος.
Αντ’ αυτού, επιλέγεται να αντιστραφεί η «προκαθορισμένη ροή» και… «να μη συζητάμε προκαταβολικά για τον τρόπο με τον οποίο θα δράσουμε». Το τυχαίο της πράξης (!) και της άτυπης δικτύωσης θα κάνει τη δουλειά του (δηλαδή, τη δουλειά μιας άτυπης αυθαιρεσίας!). Μετά βεβαίως θα «προβούμε σε έναν κριτικό απολογισμό, ο οποίος θα αποτελέσει τα θεμέλια της στρατηγικής μας» (προφανώς, μιας στρατηγικής επίσης… άτυπης), για να βυθιστούμε στη συνέχεια ξανά στην… τυχαιότητα της πράξης. Περισσότερο ασυνάρτητη παρά άτυπη μας μοιάζει μια τέτοιου είδους αναρχική καθοδήγηση που τάχα… δεν θέλει να καθοδηγήσει.
Μιλώντας λοιπόν για τους αναρχικούς (είτε μέσα είτε έξω από τις φυλακές) και το δικαίωμα να καθοδηγούν (… ακόμη και με ασυναρτησίες), έχουμε να πούμε ακόμα το εξής: Σεβαστό το φορτίο του προσωπικού κόστους, του κινδύνου και των στερήσεων που φέρει μαζί της η παρανομία και η φυλάκιση. Όμως, μακριά από τις ανάγκες του λαού, αυτό το φορτίο εξελίσσεται σε «καλάμι», σε περιθωριακούς «μικρομεγαλισμούς», σε απελπισμένες λογικές μιας αντιδραστικής αυτοδικίας. Εδώ δεν χωράει καμία δικαιολογία και κανένα δικαίωμα. Γιατί δεν μας χρειάζονται «αναρχικά διαλείμματα» στην καπιταλιστική μιζέρια αλλά προτάγματα με προοπτική ρήξης και ανατροπής της.
Σε αντίθεση με τον «Κόκκινο Δεκέμβρη» (που συνέβη) και με την… αναρχική εκδοχή ενός «Μαύρου Δεκέμβρη» (που δεν συνέβη), τολμούμε να κάνουμε μια… σύγκριση. Πολιτικά απαράδεκτη αλλά και κατά κάποιο τρόπο αποδεκτή σε όσους αναζητούν τους εξεγερσιακούς μήνες της γενιάς τους. Στην πρώτη περίπτωση, η αυτοθυσία ενός ολόκληρου λαού, που έδωσε το αίμα του μαζικά και συνειδητά με όραμα μια άλλη κοινωνία, ηττήθηκε. Γιατί η «φυσική ηγεσία», ενώ είχε με το μέρος της τον λαό, αποσπάστηκε από τον λαό. Στη δεύτερη περίπτωση, η κάθε είδους αυτοαναγορευμένη «αφύσικη ηγεσία» δεν αποσπάται αφού δεν θέλει καν να συνδεθεί.
Περιδιαβαίνει στη μίζερη απόλαυση της ατομικής απελπισίας, της αυτάρεσκης προβολής του περιθωρίου στο οποίο θέλει να ανήκει.
Όμως, να σκεφτούμε αλλιώς, γιατί είμαστε απείρως περισσότεροι που έχουμε την ανάγκη και θέλουμε να αντισταθούμε από όσο νομίζει η «περήφανη ιδιωτική και αναρχική συνείδηση». Γιατί
«Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες! Όχι μονάχα οι ζωντανοί, κι οι πεθαμένοι μ’ ακολουθάνε σε μια αράδα σκοτεινή…» (από «Το Φως που καίει», του Κώστα Βάρναλη).
Προλεταριακή Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.