Τι διακυβεύεται στη Τουρκία;
Ο προβληματισμός και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της τούρκικης αστικής τάξης σχετικά με τους τρόπους διακυβέρνησης και τον ρόλο της Προεδρίας είναι μια αρκετά παλιά ιστορία. Το ότι αυτή διεξάγεται με τους σημερινούς πρωταγωνιστές, δηλαδή από την μια μεριά το AKP του Ερντογάν μαζί με τον σύμμαχό του, το Εθνικιστικό Κίνημα του Μπαχτσελί, ενώ στην άλλη όχθη βρίσκονται το κεμαλικό CHP και μαζί με αυτό τα κουρδικά κόμματα και η ρεφορμιστική αριστερά έχει προφανώς σημασία.
Όμως σε καμιά περίπτωση, κατά την γνώμη μας, στην αντιπαράθεση αυτή δεν πρέπει να αποδίδονται απόλυτα χαρακτηριστικά και να συσκοτίζονται με αυτόν τον τρόπο οι πραγματικοί όροι και λόγοι μιας ενδοαστικής αναμέτρησης που διεξάγεται στη γειτονική χώρα εδώ και πολλά χρόνια.
Σε αντίθεση με τα συντάγματα του 1924 και 1961, που έδιναν συμβολικές αρμοδιότητες στον Πρόεδρο, το σύνταγμα του 1982, που επιβλήθηκε από μια Συντακτική που διόρισαν οι στρατιωτικοί πραξικοπηματίες και ισχύει έως σήμερα, είχε εξαρχής διατάξεις που ενίσχυαν τον ρόλο της Προεδρίας. Στο τρίτο μέρος του Συντάγματος δίνονταν στον Πρόεδρο εκτελεστικές, νομοθετικές, δικαστικές και ουσιαστικές αρμοδιότητες αρχηγού κράτους που δεν είχε μέχρι τότε.
Η τάση αυτή συνεχίστηκε με τις αναθεωρήσεις του 2007, του 2008 και του 2010. Ποιοτική τομή σε αυτήν τη διαδικασία υπήρξε η αναθεώρηση του 2007, που θεσμοθέτησε την άμεση εκλογή του Προέδρου με καθολική ψηφοφορία. Δέκα χρόνια αργότερα, με κυβερνητική πρωτοβουλία, επιχειρείται η ολοκληρωτική μετατροπή της διακυβέρνησης σε προεδρική, με τη συγκέντρωση των εκτελεστικών εξουσιών στην Προεδρία. Προβλέπεται η κατάργηση της θέσης του Πρωθυπουργού, η δημιουργία θέσης αντιπροέδρου και η ταυτόχρονη ανά πενταετία εκλογή Προέδρου και αντιπροσώπων για την Εθνοσυνέλευση. Ο Πρόεδρος θα έχει αυξημένες εξουσίες. Θα εκδίδει διατάγματα, θα κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, θα διορίζει υπουργούς και κρατικούς υπαλλήλους υψηλού επιπέδου, θα μπορεί να διαλύει το Κοινοβούλιο και θα έχει σημαντικό παρεμβατικό ρόλο στο Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων.
Επίσης, θα μπορεί να είναι επικεφαλής πολιτικού κόμματος. Το ότι την πρωτοβουλία για τον ριζικό πολιτικό μετασχηματισμό της διακυβέρνησης την πήρε το AKP, γύρω από το οποίο σταδιακά έχει διαμορφωθεί ένας ισχυρός και φιλόδοξος πόλος πολιτικό- οικονομικής εξουσίας δεν πρέπει να παραπλανά. Όλες οι μερίδες της τουρκικής αστικής τάξης έχουν ερωτοτροπήσει κατά καιρούς με την ιδέα δημιουργίας ενός ισχυρού πολιτικού κέντρου που θα αντιμετωπίζει τους κινδύνους από τις εύθραυστες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, στον βαθμό που οι επεμβάσεις του στρατού, ως έσχατη λύση, δεν μπορούν να αποτελούν στο διηνεκές λειτουργικές απαντήσεις.
Πιο απλά δηλαδή, από την εποχή του Εβρέν και αργότερα του Οζάλ, είχε τεθεί ως προοπτική η μετατροπή της Τουρκίας σε προεδρική «δημοκρατία», με βασικά επιχειρήματα την ανάγκη για σταθερότερη διακυβέρνηση, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι βαθιές κοινωνικές, εθνοτικές και πολιτικές αντιθέσεις στην χώρα. Εύστοχα επισημαίνεται στην πρόσφατη απόφαση της ΚΕ του ΚΚΤ/ΜΛ η αποστροφή του κεμαλιστή μεγαλοεπιχειρηματία Ραχμί Κοτς, πως το δεύτερο καλύτερο σύστημα για να κυβερνηθεί αποτελεσματικά η Τουρκία, ύστερα από την «έξυπνη δικτατορία», είναι το προεδρικό καθεστώς!
Ως συνήθως συμβαίνει, αυτόν τον κοινό προβληματισμό ιδιοποιήθηκε και στη συνέχεια ανέλαβε να προωθήσει το ισλαμιστικό AKP, το οποίο για μια δεκαετία και πλέον, έχει τεθεί επικεφαλής μιας πολυκύμαντης διαδικασίας μεταμόρφωσης της Τουρκίας και αλλαγής των παραδοσιακών ενδοαστικών –οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών –ισορροπιών. Ύστερα από αλλεπάλληλους γύρους πολιτικών αναμετρήσεων, δημόσιων και παρασκηνιακών, σκληρής διαπάλης στους μηχανισμούς εξουσίας, συνωμοσιών (εντός και εκτός εισαγωγικών), εκλογών, δημοψηφισμάτων αλλά και κοινωνικών συγκρούσεων, η ενδοαστική αντιπαράθεση κορυφώθηκε με το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016. Σε εκείνη τη συγκυρία, ο Ερντογάν και η σημερινή ηγεσία του AKP όχι μόνο κέρδισε μια σημαντική νίκη αλλά από θέση ισχύος άρπαξε την ευκαιρία για μια δέσμη επιθετικών πρωτοβουλιών σε θεσμικό και εξωθεσμικό επίπεδο. Εξαπέλυσε ένα κύμα εκκαθάρισης στους κρατικούς μηχανισμούς, στον στρατό, στο δικαστικό σώμα και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ιδιαίτερη προτίμηση επιδείχθηκε στο τάγμα του Γκιουλέν, παλαιότερο σύμμαχο του AKP, ο αρχηγός του οποίου επεδίωξε να αντιπαρατεθεί στην προοπτική ισχυροποίησης του Ερντογάν, να κάνει δικό του «παιγνίδι» και να διαφοροποιηθεί σε τομείς της εξωτερικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, κλιμακώθηκε η πολιτική καταστολής και διώξεων ενάντια σε κάθε αντιπολιτευτική φωνή, ειδικά απέναντι στην αριστερά και τις κομμουνιστικές οργανώσεις και φυσικά στο κουρδικό εθνικό δημοκρατικό κίνημα. Η προώθηση της δέσμης τροπολογιών στο Σύνταγμα, με πυρήνα την αναγόρευση της Προεδρίας στο απόλυτο σχεδόν κέντρο εξουσίας, αποτέλεσε την κορυφαία κίνηση σε αυτή τη φάση. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του Απριλίου θα δείξουν αν αυτή η πρωτοβουλία θα ολοκληρωθεί με επιτυχία για το AKP και τον Ερντογάν.
Προνομιακός εκφραστής ενός ζωηρού, εξωστρεφούς, ανεξάρτητου από το κράτος και γοργά αναπτυσσόμενου τμήματος της τουρκικής αστικής τάξης, που είχε σαν βάση του κυρίως την Ανατολία με τα φτηνά εργατικά χέρια της και τον εκτεταμένο τομέα των μικρών εμπορικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων σε αυτήν, το AKP επιχείρησε να γίνει ο συλλογικός διαχειριστής του τούρκικου αστικού σχηματισμού. Η διαδικασία αυτή, που μία κορύφωση της ήταν το 2004 (με την ανάληψη της διακυβέρνησης), είχε και συμβιβασμούς αλλά κυρίως χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις και σκληρή διαπάλη στον κρατικό, στρατιωτικό και δικαστικό μηχανισμό. Η εδραίωση του AKP δεν μπορούσε παρά να γίνει με την υπονόμευση των παραδοσιακών κεμαλικών δομών εξουσίας, την αποδυνάμωση του πολιτικού και οικονομικού ρόλου του στρατού και περιορισμού του κρατικοδίαιτου τμήματος της παλιάς αστικής τάξης. Στη διαπάλη αυτή χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ο λαϊκός παράγοντας, ιδιαίτερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων (ο Ερντογάν ξεκίνησε ως δήμαρχος της Πόλης) και οι συντηρητικές αγροτικές μάζες της Ανατολίας. Ιδεολογικό περίβλημα ο ήπιος ισλαμισμός, η αντίθεση στον άνευ όρων εκδυτικισμό και στην ηγεμονία της παραδοσιακής πολιτικής και πνευματικής κεμαλικής ελίτ. Η τελευταία όλο και συχνότερα έδειχνε σημάδια παρακμής και αδυναμίας να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές αλλαγές και συγκρούσεις, τις κεντρόφυγες τάσεις και τη λαϊκή αποδοκιμασία. Σε αυτή την πυκνή σε γεγονότα και ανατροπές περίοδο, ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας έπαιξε τον δικό του αυτοτελή ρόλο. Στην αρχική φάση πρόκρινε την συνεργασία και την προσεκτική υποστήριξη στο AKP, θεωρώντας πως αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πιο αποτελεσματική διακυβέρνηση που θα εφαρμόσει πολιτικές καπιταλιστικών εκσυγχρονισμών. Και πράγματι αυτό ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες. Την πρώτη περίοδο ενστερνίστηκε ανεπιφύλακτα τις οικονομικές συνταγές του ΔΝΤ, υποστήριξε τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της ελεύθερης αγοράς και πρωταγωνίστησε στην φιλο-ΕΕ ρητορική. Αμείφθηκε με σημαντική αύξηση των ξένων επενδύσεων εκ μέρους των δυτικών οικονομιών μαζί με αυτών του αραβικού Κόλπου.
Η σημερινή εικόνα του Ερντογάν στα δυτικά ΜΜΕ δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη που του φιλοτεχνούσαν στην πρώτη φάση αλλά και αργότερα όταν διεξαγόταν το ξήλωμα της κεμαλικής επιρροής με τις απανωτές επιχειρήσεις εκκαθάρισης ιδιαίτερα στον στρατό και το δικαστικό σώμα. Το ότι είχε μια ισλαμική ατζέντα σε τομείς της εσωτερικής κοινωνικής ζωής διόλου δεν εμπόδισε την Ευρωπαϊκή Ένωση να στηρίξει τις κυβερνήσεις του AKP από την υπονόμευση που αντιμετώπιζαν όλα αυτά τα χρόνια. Η αλλαγή στις σχέσεις προήλθε αφότου ο Ερντογάν επεδίωξε να εκφράσει τις ανασφάλειες αλλά και τις αυξημένες περιφερειακές φιλοδοξίες της τούρκικης αστικής τάξης σε συνθήκες μεγάλων ανατροπών στην περιοχή.
Μια δέσμη σημαντικών, περισσότερο ή λιγότερο, παραγόντων ώθησαν τον Ερντογάν να επιταχύνει την πρωτοβουλία για την πολιτική αναμόρφωση της Τουρκίας. Άλλωστε, εξαιτίας αυτών των παραγόντων, όλες οι αστικές μερίδες, ηγεμονικές η αντιπολιτευόμενες, βρίσκονται ενώπιον σοβαρών διλημμάτων, ανεξάρτητα από την στάση που κρατούν απέναντι στις κινήσεις του AKP στο ζήτημα της προεδρίας.
Κατά πρώτον, είναι οι ιστορικού χαρακτήρα προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τούρκικη εξωτερική πολιτική αναφορικά με τις εξελίξεις στη βόρεια Συρία και το Ιράκ. Η προσώρας ενδυνάμωση του κουρδικού παράγοντα, η αποτυχία να επηρεάσει καθοριστικά τους συσχετισμούς ακόμη και μετά την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» και ο φόβος ανεπιθύμητων εξελίξεων τόσο στα πεδία των μαχών, κυρίως όμως στους μελλοντικούς διακανονισμούς, κατατρύχει όλο το καθεστωτικό πολιτικό φάσμα. Σε στενή σχέση με αυτές τις εξελίξεις αλλά και έχοντας και άλλες εσωτερικές πλευρές, η κυβέρνηση Ερντογάν επανήλθε στην παλιά, κεμαλικής παράδοσης, συνταγή αντιμετώπισης της κουρδικής αφύπνισης. Πολιτικές έκτακτης ανάγκης, ανεξέλεγκτη βία στις κουρδικές περιοχές, φυλακίσεις των στελεχών ηγεσίας του κουρδικού κόμματος HDP.
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας οι διαταραγμένες σχέσεις με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές εξαιτίας και των διαφορών σχετικά με τη Συριακή αναμέτρηση. Από την μια πλευρά, η συνειδητοποίηση πως η προοπτική ενός τύπου ενσωμάτωσης ή έστω μιας στενής ειδικής σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκλειστεί οριστικά, τουλάχιστον για το προβλεπτό μέλλον. Από την άλλη, οι διαφορές με τους Αμερικάνους, κυρίως αναφορικά με τους Κούρδους στο Ιράκ και στην Συρία. Ενισχύονται έτσι, σε συνδυασμό και με τις περιφερειακές γεωπολιτικές εξελίξεις, διλήμματα προσανατολισμού της τούρκικης άρχουσας τάξης. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η αποτυχία της να αναδειχθεί σε περιφερειακή ηγεμονική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Ιδέα με την οποία «έπαιξε» τον καιρό της Αραβικής Άνοιξης και της πρώτης περιόδου του Συριακού εμφυλίου, με σκοπό να αποκτήσει περισσότερα διαπραγματευτικά χαρτιά στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις. Η εσπευσμένη στροφή στις σχέσεις με την Μόσχα και οι βιαστικές αναγγελίες ρωσικών οπλικών συστημάτων, έχουν τη σημασία τους αλλά δεν απαντούν στο πρόβλημα. Ίσα -ίσα το μεγαλώνουν, προσθέτοντας νέα προβλήματα με τους δυτικούς, ειδικά με τους Αμερικανούς.
Τρίτον, όλα αυτά συνδυάζονται με μια προϊούσα οικονομική κρίση και με το ξεφούσκωμα των ρυθμών ανάπτυξης που είχαν επιτευχθεί μέχρι το 2012. Η κάθετη πτώση της τουρκικής λίρας, η βύθιση του χρηματιστηρίου και η -για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια – αρνητική ανάπτυξη είναι ορισμένα από τα μηνύματα μιας δύσκολης περιόδου που έρχεται. Οι μεγάλες αυξήσεις τιμών στα βασικά καταναλωτικά αγαθά και η άνοδος της ανεργίας έχουν αρχίσει να επιδρούν στο πολιτικό κλίμα.
Ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, προβάλλεται έντονα από την εσωτερική αστική, κεμαλική αντιπολίτευση άλλα και τη ρεφορμιστική αριστερά η διάσταση ανάμεσα σε μια δικτατορική, σουλτανικού τύπου Τουρκία και στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τη διάσταση αυτή τονίζουν επίσης και οι αντίπαλοι του Ερντογάν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού. Κατά την γνώμη μας, μια τέτοια προσέγγιση εκτός από υποκριτική είναι και ανιστόρητη. Συσκοτίζει τις πραγματικές αντιθέσεις και σπέρνει σύγχυση για το τι πραγματικά διακυβεύεται στην Τουρκία. Αν κανείς κοιτάξει πίσω στα χρόνια της πρώτης φάσης ανόδου και διακυβέρνησης του AKP, θα διαπιστώσει πως ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα οδήγησαν πολλούς από την κοσμική διανόηση, τη φιλο-ευρωπαϊκή αριστερά και το κουρδικό εθνικό δημοκρατικό κίνημα να υποστηρίξουν, σχεδόν ανεπιφύλακτα, το AKP. Υπήρξαν μάλιστα εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες το AKP σάρωσε στις περιφέρειες του τουρκικού Κουρδιστάν. Τότε, το επιχείρημα ήταν πως ο αντίπαλος ήταν ο στρατός που έπρεπε να σταματήσει να κυβερνά από το παρασκήνιο και το AKP πρόβαλλε ως δύναμη δημοκρατική. Τώρα, είναι ακριβώς το αντίστροφο. Τι έκαναν όμως όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της κεμαλικής παράδοσης, με επικεφαλής το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) (με τον Μπαικάλ στην αρχή και μετά με τον Κιλιτσντάρογλου), στην περίοδο των ανοιγμάτων του Ερντογάν στο Κουρδικό, στην αντιπαράθεση για την απαγόρευση λειτουργίας των κομμάτων και άλλα ζητήματα διακυβέρνησης; Τάχθηκαν με το μέρος των στρατηγών και των δικαστών και κατήγγειλαν το AKP ως διαλλακτικό απέναντι στους διαμελιστές της χώρας. Αλλά και αργότερα, όταν ο Ερντογάν έκανε την στροφή στο Κουρδικό και διέκοψε κάθε διαπραγμάτευση, ήταν η κεμαλική αντιπολίτευση μαζί με τους Γκρίζους Λύκους που πλειοδοτούσαν σε πολεμικές ιαχές και ζητούσαν σιδερένια πυγμή στις κουρδικές περιοχές.
Άρα το ζήτημα δεν είναι η αντιπαράθεση για τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Σε σχέση με αυτά, και οι δύο αντιμαχόμενες μερίδες του αστικού καθεστώτος έχουν την ίδια στάση. Και έχουν ένα ατελείωτο ιστορικό αίματος και βίας ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα, στην αριστερά, στο κομμουνιστικό κίνημα, στις εθνότητες και στις μειονότητες. Το ότι ο Ερντογάν και το ΑKP, από θέση σχετικής ισχύος (και όχι παντοδυναμίας), επιχειρεί να εκφράσει συλλογικά την αστική τάξη, να διαχειριστεί ανενόχλητα τα συμφέροντά της και να κυβερνήσει με λιγότερα κοινοβουλευτικά εμπόδια και δεσμεύσεις έχει προφανώς σημασία. Αλλά δεν γίνεται αυτή η πλευρά να απολυτοποιείται και ειδικά στην Τουρκία με την γνωστή πολιτική ιστορία.
Η κοινωνική και πολιτική πόλωση στη γειτονική χώρα και τα μεγάλα διλήμματα στην εξωτερική πολιτική της δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα δρομολογήθουν εξελίξεις και η Τουρκία θα μπει σε μια περίοδο νέων αναμετρήσεων ανάμεσα στις αστικές μερίδες καθώς και σε νέες δοκιμασίες στην σχέση της με τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα.
Για τις λαϊκές μάζες, την εργατική τάξη και το κουρδικό εθνικό δημοκρατικό κίνημα, η λύση δεν είναι να διαλέγουν πάντα ανάμεσα στο μικρότερο κακό αλλά να προσπαθήσουν να προωθήσουν την ανεξάρτητη προβολή των αιτημάτων και των δικαιωμάτων τους. Όσο και αν αυτό φαντάζει δύσκολο μέσα στις σκληρές συνθήκες των απηνών διώξεων, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε τους παντογνώστες, νομίζουμε πως είναι η μόνη ρεαλιστική εκδοχή.
Δ.Π.
Προλεταριακή Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.